- λεκίθιον
- λεκίθιον, τὸ (Α) [λέκιθος]αλεύρι από κουκιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λεκίθιον — bean meal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκιθίου — λεκίθιον bean meal neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέκιθος — Κύριο δομικό συστατικό των αβγών. Είναι γνωστό με την κοινή ονομασία κρόκος. Ο όρος λ. χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει το σύνολο των στοιχείων που απαρτίζουν το ώριμο ωάριο, εκτός από τον πυρήνα και τη λεκιθική μεμβράνη. Η λ. του αβγού… … Dictionary of Greek